μύσμα

μύσμα
το
βαριά και συχνή αναπνοή με δύσπνοια, ρόγχος, βαθύς στεναγμός, βογγητό («όντε γροικώ αναστεναγμό και μύσμα τ' αρρωστάρη», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύσσω «βογγώ» + κατάλ. -μα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”